- αντιλεκτος
- ἀντίλεκτοςἀντί-λεκτος2оспариваемый, спорный Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντίλεκτος — ἀντίλεκτος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί να υπάρξει αντίθετη άποψη … Dictionary of Greek
ἀντίλεκτος — questionable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίλεκτον — ἀντίλεκτος questionable masc/fem acc sg ἀντίλεκτος questionable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαντίλεκτος — η, ο (για δοξασία ή λογικά επιχειρήματα κ.λπ.) αυτός που μπορεί να προταθεί εύλογα σε αντιλογία, αντίρρηση ή ανασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αντι λεκτος (< αντι λέγω), πρβλ. αν αντίλεκτος] … Dictionary of Greek